Η για πολλά χρόνια επαγγελματική μου ενασχόληση με τον ασφαλιστικό κλάδο της Νομικής Προστασίας από τη μία κι από την άλλη η λόγω εκπαίδευσης, ιδιότητας και διοικητικών αρμοδιοτήτων μου γνώση του αντικειμένου αυτού, σε τοπικό και ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, έχουν μέσα μου εδραιώσει την πεποίθηση πως στον τόπο μας, κατά κάποιο μαγικό όχι όμως ανεξήγητο τρόπο, η έννοια αλλά και η άσκηση του ανωτέρω ασφαλιστικού κλάδου έχει συνδεθεί διαχρονικά με τέσσερις τουλάχιστον πλάνες, ως εξής:

Πλάνη πρώτη

Ακόμα και σήμερα, μολονότι έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του κλάδου στην Ελλάδα, όταν διακεκριμένοι εισηγητές με πλούσια γνώση και αναμφισβήτητη εμπειρία αρχίζουν να μιλάνε για τη Νομική Προστασία, γίνεται στα εκλεκτά ακροατήρια μια αφανής, ασυνείδητη και σχεδόν αυτόματη εννοιολογική σύνδεση με τον κλάδο της ασφάλισης αστικής ευθύνης αυτοκινήτου.

Το γεγονός δημιουργεί τουλάχιστο σύγχυση.

Με τον τρόπο αυτό γίνεται μία υποσυνείδητη μεταφορά του γνωστικού αντικειμένου ενός προαιρετικού κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης (που υπάρχει προς το συμφέρον του εκάστοτε ασφαλισμένου, όπως είναι η Νομική Προστασία) στο γνωστικό αντικείμενο ενός άλλου, υποχρεωτικού κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης (που υπάρχει προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, όπως είναι η ευθύνη από τον κυκλοφορία των οχημάτων).

Το γεγονός της σύγχυσης αποκτά διαστάσεις αν αναλογισθεί κανείς ότι στην τρέχουσα ασφαλιστική αντίληψη της τοπικής κοινωνίας και αγοράς η έννοια της ιδιωτικής ασφάλισης κατά κανόνα συμπυκνούται στην υποχρεωτική ασφάλιση των οχημάτων, η δε πληρωμή του εκάστοτε ασφαλίστρου αντιμετωπίζεται με την ίδια δυσανασχέτηση που προκαλείται όταν για παράδειγμα έρχεται ο λογαριασμός της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος που πρέπει δυστυχώς να πληρωθεί.

Αιτία της σύνδεσης αυτής είναι ότι η πλειονότητα των παρόχων είναι ασφαλιστικοί οργανισμοί που ασκούν και προσφέρουν ταυτόχρονα και τους δύο κλάδους ασφάλισης, τηρουμένων θεωρητικά βεβαίως των προϋποθέσεων και εγγυήσεων που επιβάλλει ο νομοθέτης για την αποτροπή κάθε ίχνους σύγκρουσης συμφερόντων που ήθελε υπάρξει.

Η κατά τον παραπάνω τρόπο προκαλούμενη σύνδεση δημιουργεί στα εκλεκτά ακροατήρια την εσφαλμένη εντύπωση πως η Νομική Προστασία είναι κάτι σαν συμπληρωματική κάλυψη στα ασφαλιστήρια των αυτοκινήτων, κάτι δηλαδή σαν τη βοήθεια ή την θραύση κλπ.

Η πλάνη αυτή διατηρείται και ενισχύεται όσο διατηρείται το πλεονέκτημα που αποκομίζουν οι κοινοί ασφαλιστικοί πάροχοι, όταν συν-διανέμουν με τρόπο σχεδόν αυτόματο τα δύο προϊόντα και μάλιστα στη χαμηλότερη δυνατή βαθμίδα ασφαλίστρου, ώστε να «περνάει» πιο εύκολα στους καταναλωτές, προς δόξαν της πωλησιακής διευκόλυνσης των διαμεσολαβούντων.

Μερικοί μάλιστα πάροχοι επιβραβεύουν την ταυτόχρονη αποδοχή εκ μέρους των καταναλωτών με εκπτώσεις.
Στην πραγματικότητα όμως η πρακτική αυτή μετασχηματίζει έναν αυτόνομο και αυτοδύναμο κλάδο που είναι η Νομική Προστασία σε ένα δάνειο, ετερόφωτο και εξαρτώμενο κλάδο, περιορίζει το εύρος και το περιεχόμενό του και μειώνει το κοινωνικό αποτύπωμα των ωφελημάτων που ανακύπτουν, εάν ο κλάδος αναλυθεί, εξετασθεί και προσφερθεί ανεξάρτητα, αυτοτελώς και εις ολόκληρόν.

Πλάνη δεύτερη

Η κατά τα προηγούμενα εσφαλμένη και παραπλανητική ανάγνωση της Νομικής Προστασίας σαν συμπληρωματικής και υποστηρικτικά συνδεδεμένης με την κύρια ασφάλιση του αυτοκινήτου κάλυψης, δημιουργεί την τάση του φθηνού και ολοένα φθίνοντος ασφαλίστρου. Αιτία είναι πως ζητούμενο δεν είναι πια η επάρκεια του ασφαλίστρου αυτοτελώς εξεταζόμενη για τον κάθε κλάδο ασφάλισης χωριστά αλλά το συνολικά επιδιωκόμενο να εισπραχθεί ασφάλιστρο και μάλιστα με την επισήμανση πως όσο χαμηλότερο είναι, τόσο ταιριάζει σε μια συμπληρωματική κάλυψη, όπως εσφαλμένα εκλαμβάνεται η Νομική Προστασία.

Δεσμεύεται κάπως έτσι το αναγκαίο ασφάλιστρο ενός ανεξάρτητου κλάδου ασφάλισης και δρομολογείται στην κατεύθυνση του φθηνού, για να διολισθήσει ευκολότερα από την «τροχονομική ματιά» των διαμεσολαβούντων που έχουν καταλήξει από μόνοι τους, θεωρώντας την κάλυψή της Νομικής Προστασίας σαν παρακολούθημα και ουρά της ασφάλισης αυτοκινήτου, στο αξίωμα πως «ο κόσμος θέλει το φθηνό».

Σε εντελώς όμως αντίθετο συμπέρασμα θα κατέληγαν αν ακολουθούσαν την εννοιολογικά και εφαρμοστικά ορθή άποψη που βλέπει την ΝΠ ως ανεξάρτητη ασφαλιστική υπηρεσία, της οποίας όταν ζητηθεί η ενεργοποίηση, θα κληθεί ο ασφαλιστής να καταβάλλει όλα τα κόστη μιας αστικής διεκδίκησης, μιας ποινικής υπεράσπισης, ή μιας διοικητικής διαφοράς, σε όλα τα δικαστήρια, σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, περιλαμβανομένης τέλος και της καταβολής της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου, εάν ο ασφαλισμένος δεν δικαιωθεί.

Όλα δηλαδή τα κόστη που συνδέονται με συμβουλευτικές νομικές υπηρεσίες, εξωδικαστικές ενέργειες, απόπειρες διακανονισμού και διαμεσολάβησης και όλων των βαθμών της δικαστικής περιπέτειας, αν τα προηγούμενα δεν ευδοκιμήσουν.

Τα κόστη με άλλα λόγια που χωρίς την ύπαρξη του ασφαλιστή ΝΠ θα έπρεπε να καλύψει ο ίδιος ο ασφαλισμένος προκειμένου να δικαιωθεί.

Με τις παραπάνω διευκρινίσεις αντιλαμβάνονται όλοι πως ο κλάδος της ΝΠ δεν μπορεί να εξομοιώνεται πχ με τον δίτροχο της βοήθειας που φθάνει στο τόπο του συμβάντος για να ανταλλάξει στοιχεία μεταξύ των εμπλεκομένων ούτε με μια ρυμούλκηση μέχρι το επόμενο συνεργείο. Εδώ μιλάμε για την κάλυψη των αμοιβών που ορίζουν κώδικες για δικηγόρους, επιμελητές, συμβολαιογράφους κλπ. αλλά και όλων των συνυφασμένων εξόδων, ενσήμων, παράβολων, γραμματίων κλπ. μέχρι του ασφαλιστικού ορίου της κάλυψης.

Πλάνη τρίτη

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η ΝΠ είναι ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο «πασπαρτού». Ένα συμβόλαιο δηλαδή που η ενεργοποίησή του μπορεί να ζητηθεί κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, ανεξαρτήτως δηλαδή της νομικής στάθμευσης των αντιθέτων συμφερόντων που συγκροτούν μια νομική διαφορά.

Δεν είναι λίγοι δηλαδή εκείνοι που νομίζουν πως μπορούν να ζητήσουν την ενεργοποίηση της ΝΠ μόνο και μόνο επειδή έτσι θέλουν ή επειδή έτσι τους βολεύει ή τους συμφέρει παροδικά ή για να κερδίσουν χρόνο ή για άλλους μη νομικούς λόγους.

Όλα αυτά είναι πολύ μακράν της πραγματικότητας. Στους όρους ασφάλισης σήμερα όλων των παρόχων ορίζεται ξεκάθαρα ότι η κάλυψη βεβαιώνεται όταν η απαίτηση που δηλώνεται ως ασφαλιστική περίπτωση δεν πρέπει να είναι άδικη ή ασύμφορη και ότι πρέπει να εμφανίζει επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω δεν μπορεί ένας οδηγός που πχ παραβίασε STOP ή κόκκινο να ζητά μέσω της ΝΠ να κάνει αγωγή αποζημίωσης κατά του ανυπαίτιου οδηγού για τον ίδιο ακριβώς νομικό λόγο που δεν μπορεί ένας ενοικιαστής που έχει απλήρωτα ενοίκια να ζητά να στραφεί κατά του ιδιοκτήτη μόνο και μόνο για να τον αποτρέψει από το να κάνει εκείνος αγωγή εναντίον του.

Αντιθέτως ο ανυπαίτιος οδηγός, ο απλήρωτος ιδιοκτήτης, ο απολυμένος εργαζόμενος, ο ξεγελασμένος καταναλωτής, ο ζημιωθείς οικογενειάρχης, ο ανεξόφλητος επιχειρηματίας κλπ. δικαιούνται να ενεργοποιήσουν το συμβόλαιό τους και απαλλασσόμενοι κάθε δαπάνης κινείται ο μηχανισμός της ΝΠ για την ικανοποίησή τους.

Όλοι οι παραπάνω έχουν την απαραίτητη νομική κα δικονομική βάση, έχουν το νομικό δικαίωμα, έχουν την εύλογη και δικαιολογημένη αξίωση να προχωρήσουν στη διεκδίκηση τους, η οποία μάλιστα εμφανίζει επαρκείς πιθανότητες ευδοκίμησης αφού έχουν το δίκιο με το μέρος τους.

Να τονισθεί εδώ πως ο ασφαλιστής ΝΠ φέρει το βάρος να αποκαταστήσει και την δικαστική δαπάνη του αντιδίκου στην περίπτωση που η αγωγή του ασφαλισμένου δεν καταλήξει θετικά.

Συνεπώς έχει ο ασφαλιστής ΝΠ το βάσιμο δικαίωμα του ελέγχου πριν βεβαιώσει κάλυψη εξόδων.
Είναι εντελώς διαφορετικό θέμα αυτό που συναντάται συχνά στην περίπτωση της ταυτόχρονης άσκησης των κλάδων από τον ίδιο πάροχο.

Συνηθέστερη είναι η περίπτωση να έχει δεχθεί ο κοινός ασφαλιστής μια μεγάλη αγωγή από την πλευρά του ανυπαίτιου αντιδίκου οδηγού και τότε συνιστά στον πελάτη του μέσω της ΝΠ να κάνει κι αυτός μια αγωγή για λόγους αντιπερισπασμού με την προσδοκία να κληθεί στο τέλος να καταβάλλει στον αντίδικο όσο γίνεται λιγότερα.

Για τον καθαρόαιμο όμως και εξειδικευμένο ασφαλιστή ΝΠ τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν.

Πλάνη τέταρτη

Ο ασφαλιστής ΝΠ είναι μια κανονική ασφαλιστική επιχείρηση. Δεν είναι δικηγόρος, δεν έχει δικηγορική ιδιότητα, δεν έχει σχέση με δικηγορικές εταιρίες και ενώσεις, ούτε θέλει ούτε υποκαθιστά το δικηγορικό λειτούργημα ούτε ποτέ επεδίωξε κάτι τέτοιο.

Η ασφάλιση της ΝΠ είναι ένας αυτοτελής προαιρετικός κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης που ως αντιπαροχή για το ασφάλιστρο που λαμβάνει καλύπτει τα έξοδα και τις αμοιβές όλων των εμπλεκομένων συμβουλευτικά- εξωδικαστικά- διαμεσολαβητικά και δικαστικά προκειμένου οι πελάτες του χωρίς το παραμικρό οικονομικό βάρος και νικώντας κάθε δισταγμό να προσφεύγουν στην επίλυση των διαφορών τους και την ικανοποίηση των έννομων συμφερόντων τους.

Οι δικηγόροι είναι ένα από τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης, είναι οι επαγγελματίες του χώρου και οι επιστημονικοί συνεργάτες του ασφαλιστικού οργανισμού. Είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και όχι υπάλληλοι. Μάλιστα ο νομοθέτης έχει θεσπίσει ότι ο ασφαλισμένος έχει πλήρως το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής του δικηγόρου του.

Η ασφαλιστική κάλυψη ισχύει για γεγονότα που γεννήθηκαν μετά την έναρξη της ασφάλισης και όχι όπως συμβαίνει με τα δικηγορικά γραφεία που αναλαμβάνουν οποιαδήποτε υπόθεση έχει γεννηθεί στο παρελθόν αρκεί να μην έχει παραγραφεί.

Αντιθέτως για την ασφαλιστική κάλυψη το ζημιογόνο γεγονός την ώρα της ασφαλιστικής σύμβασης είναι μέλλον και αβέβαιο.

Οι δικηγόροι συνεργάζονται ελεύθερα με την ασφαλιστική επιχείρηση η οποία με τις ασφαλιστικές περιπτώσεις που αναλαμβάνει πρόσθετη νομική ύλη στα γραφεία των συνεργαζόμενων δικηγόρων, μια συνεργασία που είναι πολύτιμη και με την πάροδο των χρόνων αποκτά χαρακτηριστικά συνεχούς εξειδίκευσης, τεχνολογικής αναβάθμισης και συνδεδεμένης με τον ασφαλισμένο έγκαιρης και έγκυρης επικοινωνίας και ενημέρωσης.

Δημήτρης Τσεκούρας
CEO, ARAG SE Υποκατάστημα Ελλάδος

https://www.arag.gr/