Η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια νέα φάση, καθώς ο Νόμος 5116/2023 επιβάλλει την υποχρεωτική ασφάλιση για όλες τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω των 500.000 ευρώ, από την 1η Ιανουαρίου 2025. Το πλαίσιο αυτό έρχεται σε μια περίοδο που οι φυσικές καταστροφές – φωτιές, πλημμύρες και σεισμοί – αποτελούν μια όλο και πιο συχνή πραγματικότητα. Ο νόμος παρουσιάζεται ως μια λύση για την προστασία της ελληνικής οικονομίας από αυτές τις απειλές. Ωστόσο, πίσω από την αυξανόμενη ανάγκη για προστασία και την πρόθεση του νόμου, κρύβονται σημαντικοί προβληματισμοί και πιέσεις που εγείρουν ερωτήματα για την πρακτικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη αυτού του μέτρου.

Παράλληλα, οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων ιδιωτικής και επαγγελματικής χρήσης ενάντια σε φυσικά φαινόμενα ανοίγουν νέους διαλόγους για το πόσο αντέχει η τσέπη του πολίτη και αν το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι έτοιμο να διαχειριστεί τον αυξημένο κίνδυνο που συνοδεύει την κλιματική αλλαγή.

Η Ασφάλιση ως Ανάγκη και Όχι Πολυτέλεια

Η στροφή προς την υποχρεωτική ασφάλιση δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου τα φυσικά φαινόμενα αποτελούν διαρκή απειλή, η ασφάλιση αποτελεί υποχρεωτικό βήμα για επιχειρήσεις και πολίτες. Αυτό που αλλάζει όμως στην Ελλάδα είναι η κλίμακα και η ταχύτητα με την οποία επιβάλλεται το μέτρο. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν άμεσα σε έναν κόσμο που μεταμορφώνεται από την κλιματική αλλαγή, ενώ οι πιέσεις για την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων και οι αυξημένες διαδικαστικές απαιτήσεις αυξάνουν το βάρος που επωμίζονται.

Οι επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες, είναι αντιμέτωπες με τεράστιες προκλήσεις. Η υποχρεωτική ασφάλιση δεν είναι απλώς μια τυπική διαδικασία, αλλά απαιτεί σημαντική δέσμευση σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους. Το πρώτο βήμα για τη σύνταξη μιας τεχνικής έκθεσης που εκτιμά τους κινδύνους της επιχείρησης και προτείνει λύσεις για την ελαχιστοποίηση του ρίσκου μπορεί να διαρκέσει μήνες και να κοστίσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Και αυτή είναι μόνο η αρχή.

Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την υλοποίηση των συστάσεων που θα μειώσουν τους κινδύνους και θα επιτρέψουν την έκδοση ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Για πολλές επιχειρήσεις, η υλοποίηση των αναγκαίων βελτιώσεων στις εγκαταστάσεις τους ή στις διαδικασίες τους μπορεί να είναι απαγορευτική, τόσο σε κόστος όσο και σε χρόνο. Οι μεγάλες καθυστερήσεις, οι πιέσεις από τις ασφαλιστικές εταιρείες και η απειλή προστίμων θέτουν ερωτήματα για το πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η προσαρμογή, ειδικά σε μια αγορά που προσπαθεί ακόμα να σταθεί στα πόδια της.

 

Η Μετατροπή της Ασφάλισης σε Υποχρέωση: Ένα Μέτρο με Κοινωνικές και Οικονομικές Προεκτάσεις

Η κλιματική αλλαγή και οι αυξανόμενες φυσικές καταστροφές καθιστούν την ασφάλιση ένα αναγκαίο εργαλείο προστασίας. Ωστόσο, η απόφαση να καταστεί υποχρεωτική εγείρει ένα βαθύτερο ερώτημα: Ποιοι είναι αυτοί που τελικά θα πληρώσουν το κόστος; Ενώ ο νόμος προορίζεται να θωρακίσει την οικονομία, υπάρχει η αίσθηση ότι ορισμένοι τομείς της αγοράς και κοινωνικές ομάδες θα επιβαρυνθούν περισσότερο από άλλους.

Η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με τεράστια κόστη για την κάλυψη κινδύνων που ήταν μέχρι τώρα αμελητέοι. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η πολιτεία θα παρέχει στήριξη σε αυτές τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε περιοχές που αντιμετωπίζουν

μεγαλύτερους κινδύνους, όπως οι αγροτικές και οι τουριστικές περιοχές. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία ή την αποτυχία αυτού του νέου πλαισίου.

Παράλληλα, η υποχρεωτική ασφάλιση των οχημάτων κατά των φυσικών φαινομένων εισάγει νέα δεδομένα για τον κάθε πολίτη. Με τα ασφάλιστρα να αναμένεται να αυξηθούν κατά 15-30%, τίθεται το ερώτημα αν οι ιδιοκτήτες οχημάτων θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στο νέο βάρος. Και πάλι, δεν είναι σαφές αν το ελληνικό κράτος σκοπεύει να εισαγάγει κάποιου είδους αντισταθμιστικό μέτρο για να υποστηρίξει τους πιο ευάλωτους πολίτες σε αυτή την αλλαγή.

Είναι η Ελληνική Ασφαλιστική Αγορά Έτοιμη;

Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την επιτυχία αυτού του νέου πλαισίου είναι η ετοιμότητα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς να αντιμετωπίσει τον αυξημένο κίνδυνο και την απαίτηση για νέες καλύψεις. Σε έναν κόσμο που οι φυσικές καταστροφές αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται να επαναξιολογήσουν τις στρατηγικές τους και να προσαρμοστούν σε μια πραγματικότητα με αυξημένες απαιτήσεις αποζημιώσεων.

Η κλιματική αλλαγή δεν είναι απλώς μια θεωρητική απειλή, αλλά ένας παράγοντας που καθορίζει την ίδια τη δομή της ασφαλιστικής αγοράς. Οι εταιρείες καλούνται να λάβουν αποφάσεις που συνδέονται με τον τρόπο που θα αποτιμούν τους κινδύνους των φυσικών φαινομένων και τις νέες απαιτήσεις για ασφαλιστικές καλύψεις. Η αυξανόμενη πίεση για μεγαλύτερη κάλυψη συνοδεύεται από την ανάγκη για υψηλότερα ασφάλιστρα, κάτι που εγείρει ανησυχίες για την οικονομική βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συμβολαίων, ειδικά για τις επιχειρήσεις υψηλού κινδύνου.

Η Πολιτεία, οι Πολίτες και οι Προκλήσεις του Μέλλοντος

Τελικά, το νέο πλαίσιο για την υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων και των οχημάτων θέτει την Ελλάδα σε μια κρίσιμη καμπή. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: η προστασία της οικονομίας και της κοινωνίας από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Αλλά οι τρόποι με τους οποίους θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν είναι εξίσου ξεκάθαροι.

Θα μπορέσει η πολιτεία να στηρίξει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις; Είναι έτοιμες οι ασφαλιστικές εταιρείες να διαχειριστούν τον αυξημένο κίνδυνο; Και πόσο δίκαιο είναι να επιβάλλονται υποχρεώσεις σε ένα τόσο σύνθετο και δυναμικά εξελισσόμενο πεδίο; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν θα καθορίσουν μόνο το μέλλον της ασφαλιστικής αγοράς, αλλά και τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον όπου οι φυσικές καταστροφές γίνονται μέρος της καθημερινότητας.

 

Χουρμουζέλης Χάρης

Ασφαλιστικός πράκτορας